φρυκτωρός

φρυκτωρός
ὁ, ΜΑ
μσν.
φρυκτός*, πυρσός για τη μετάδοση σημάτων, φρυκτωρία
αρχ.
1. φύλακας φρυκτωρίου («ὡς αὐτοῖς οἵ τε φρυκτωροὶ ἐσήμαινον καὶ ᾐσθάνοντο τὰ πυρὰ... ἔγνωσαν ὅτι», Θουκ.)
2. το διά μέσου φρυκτωρίας μεταδιδόμενο σήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρυκτός + -ωρός (< ὁρῶ, βλ. λ. ορώ), πρβλ. θυρ-ωρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φρυκτωρός — one who watches on a height to make fire signals masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυκτωροί — φρυκτωρός one who watches on a height to make fire signals masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυκτωρούς — φρυκτωρός one who watches on a height to make fire signals masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυκτωρόν — φρυκτωρός one who watches on a height to make fire signals masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφρυκτωρώ — διαφρυκτωρῶ ( έω) (Μ) 1. φυλάττω ως φρυκτωρός* 2. επαγρυπνώ …   Dictionary of Greek

  • πυρσουρός — ὁ, Α φρυκτωρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + ουρός, πρβλ. κηπ ουρός (βλ. λ. ὁρῶ)] …   Dictionary of Greek

  • φρυκτωρία — Η συνεννόηση με φρυκτούς (πυρσούς), που χρησίμευε ως ένα είδος οπτικού τηλέγραφου των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται για άναμμα φωτιάς σε ψηλά σημεία και βουνοκορφές, ώστε τη νύχτα να φαίνεται η φωτιά και την ημέρα ο καπνός, με διαφορετική σε κάθε… …   Dictionary of Greek

  • φρυκτωρώ — φρυκτωρῶ, έω, ΝΜΑ [φρυκτωρός] (στην αρχαιότητα) μεταδίδω σήματα με πυρσούς για συνεννόηση σε μεγάλες αποστάσεις μσν. αρχ. μτφ. φωτίζω («πόθεν ἥλιος φρυκτωρεῑ πάσῃ τῇ οἰκουμένη, καὶ πάσαις ὄψεσι», Γρηγ. Ναζ.) …   Dictionary of Greek

  • φρυκτώριον — τὸ, ΜΑ [φρυκτωρός] 1. φυλάκιο ή πύργος από όπου λάμβαναν ή έστελναν φρυκτωρίες 2. είδος φάρου για την καθοδήγηση τών πλοίων …   Dictionary of Greek

  • φρυκτωροῖς — φρυκτωρέω make fire signals pres opt act 2nd sg (attic epic doric) φρυκτωρός one who watches on a height to make fire signals masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”