φρυκτωρός — one who watches on a height to make fire signals masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυκτωροί — φρυκτωρός one who watches on a height to make fire signals masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυκτωρούς — φρυκτωρός one who watches on a height to make fire signals masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυκτωρόν — φρυκτωρός one who watches on a height to make fire signals masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφρυκτωρώ — διαφρυκτωρῶ ( έω) (Μ) 1. φυλάττω ως φρυκτωρός* 2. επαγρυπνώ … Dictionary of Greek
πυρσουρός — ὁ, Α φρυκτωρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + ουρός, πρβλ. κηπ ουρός (βλ. λ. ὁρῶ)] … Dictionary of Greek
φρυκτωρία — Η συνεννόηση με φρυκτούς (πυρσούς), που χρησίμευε ως ένα είδος οπτικού τηλέγραφου των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται για άναμμα φωτιάς σε ψηλά σημεία και βουνοκορφές, ώστε τη νύχτα να φαίνεται η φωτιά και την ημέρα ο καπνός, με διαφορετική σε κάθε… … Dictionary of Greek
φρυκτωρώ — φρυκτωρῶ, έω, ΝΜΑ [φρυκτωρός] (στην αρχαιότητα) μεταδίδω σήματα με πυρσούς για συνεννόηση σε μεγάλες αποστάσεις μσν. αρχ. μτφ. φωτίζω («πόθεν ἥλιος φρυκτωρεῑ πάσῃ τῇ οἰκουμένη, καὶ πάσαις ὄψεσι», Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek
φρυκτώριον — τὸ, ΜΑ [φρυκτωρός] 1. φυλάκιο ή πύργος από όπου λάμβαναν ή έστελναν φρυκτωρίες 2. είδος φάρου για την καθοδήγηση τών πλοίων … Dictionary of Greek
φρυκτωροῖς — φρυκτωρέω make fire signals pres opt act 2nd sg (attic epic doric) φρυκτωρός one who watches on a height to make fire signals masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)